-
1 вертеться
-
2 вертеться
вертеть||ся1. στρέφομαι, περιστρέφομαι·2. (постоянно находиться, мешать) разг στριφογυρίζω, περιφέρομαι, κλωθογυρίζω:\вертетьсяся под ногами μπλέκομαι στά πόδια κάποιου, τριγυρίζω (или στριφογυρίζω) κοντά σέ κάποιον3. (изворачиваться) разг ξεφεύγω, ξεγλυστράω, ὑπεκφεύγω:не вертись, говори́ правду! μήν τά κλώθεις (или μήν τά μασᾶς), πές τήν ἀλήθεια!-как ни вертись, а придется тебе это сделать δσο κι ἀν ἀποφεύγεις στό τέλος θ'ἀναγκαστεΐς νά τό κάνεις· ◊ это слово вертится у меня на языке (или в голове) αὐτή ἡ λέξη στριφογυρίζει στό μυαλό μου, δέν ξεκολλάει ἀπ' τό μυαλό μου. -
3 вертеть
-
4 белка
бел||каж1. (животное) ὁ σκίουρος, ἡ βερβερίτσα;2. (мех) τό γουναρικό πετί-γκρί; ◊ вертеться как \белкака в колесе́ εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά. -
5 волчок
волч||окм (игрушка) ἡ σβούρά ◊ вертеться \волчокко́м γυρίζω σαν σβούρα. -
6 завертеться
завертеть||ся1, (начать вертеться) ἀρχίζω νά περιστρέφομαι·2. перен (захлопотаться) разг μπλέκω μέ τίς δουλειές (άμετ.). -
7 кончик
ко́нчикм ἡ ἄκρα / ἡ μύτη, ἡ αἰχμή (острие)! ἡ ἀκί? (иглы, булавки и т. п.)· ◊ вертеться на \кончике языка э£ στριφογυρίζει στό μυαλό μου. -
8 белка
-и θ.βερβερίτσα, σκίουρος.εκφρ.как белка в колесе вертеться ή кружиться – φέρνω γύρα σαν τη σβούρα (έχω τρεχάματα, σκοτούρες πολλέι:). -
9 бес
-а α.δαίμονας, πνεύμα ακάθαρτο, του κακού, ο τρισκατάρατος.εκφρ.мелким -ом рассыпаться ή вертеться – κ.τ.τ. κολακεύω ταπεινά, γαλιφίζω, καλοπιάνω•седина в бороду, а бес в ребро – γέρος, όμως του το λέει ή έχει το διάβολο μέσα του. -
10 вертеть
верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.
|| στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.τρυπανίζω.2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.
εκφρ.вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.1. περιστρέφομαι, γυρίζω.2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.
|| μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...
3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.
εκφρ.-ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•как ни -ись – ό,τι και να κάνεις. -
11 волчком
επίρ.: вертеться волчком α) στριφογυρίζω σαν το λύκο. β) δουλεύω σκυλίσια. -
12 вьюн
-а α.1. νημάχειλος, μπριάνα, στροσίδι (ψάρι).2. μτφ. ευκίνητος, σβέλτος άνθρωπος.3. (απλ.) στρόβιλος• δίνη.4. βλ. вьюнок.εκφρ.виться ή вертеться -ом – α) είμαι αεικίνητος, β) στριφογυρίζω γύρω από..., κολακεύω, περιποιούμαι δουλοπρεπώς. -
13 завертеть
-верчу, -вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заверченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. ξελογιάζω, ξεμυαλίζω, γυρίζω τα μυαλά.2. αρχίζω να περιστρέφω κλπ, ρ.μ. βλ. вертеть.1. πολυπραγμονώ, παραφροντίζω, καταπιάνομαι με πολλές δουλειές.2. αρχίζω να (περί)στρέφομαι κλπ. ρ. βλ. вертеться. -
14 колесо
-а ουδ.1. τροχός, ρόδα•колесо телеги ο τροχός του αμαξιού•
колесо велосипеда ο τροχός του ποδηλάτου•
ведущее колесо κινητήριος τροχός•
зубчатое колесо οδοντωτός τροχός•
рулевое колесо τιμόνι, πηδάλιο•
гребное колесо τροχός πτερυγοφόρος•
гидравлическое колесо υδραυλικός τροχός•
колесо маховое колесо ο σφόνδυλος, το βολάν.
2. επίρ. -ом σαν τροχός•кот согнул спину -ом ο γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό.
εκφρ.колесо фортуны ή счастья – ο τροχός της τύχης•грудь -ом – ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος•ноги -ом – στραβά (βλαισά) πόδια•пятое колесо в телеге – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρηστος)•на -ах – σε διαρκές ταξίδι•пытаться повернуть колесо истории назад ή вспять – προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας•вертеться -ом – γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)•ходить -ом – κάνω τούμπες, τουμπάρω•ездить на -их – ταξιδεύω με τροχόφόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο). -
15 лиса
-ы, πλθ. лисы θ.1. η αλεπού. || γούνα αλεπουδένια.2. μτφ. άνθρωπος πονηρός, πανούργος• κόλακας.εκφρ.лиса патрикеевна – α) (στα λαϊκά παραμύθια) κυρία αλεπού, β) βλ. лиса (2 σημ.)чернобурая лиса – ρενάρ αρζαντέ•-ой прикидываться ή вертеться – προσποιούμαι, υποκρίνομαι, κολακεύω. -
16 нога
-ы θ.πόδι•болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•
стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•
тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•
передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•
μτφ. στήριγμα•-и стола τα πόδια του τραπεζιού.
εκφρ.без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•на -ах – στα πόδια•уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•взять -у – παίρνω βήμα•дать -у – δίνω βήμα•быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•идти ή шагать (нога) в -у – κυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•чего моя нога – χό•нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί). -
17 с
κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).I.με γεν.1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•
вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•
сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•
уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•
сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•
свергнуть с престола εκθρονίζω.
2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•
с высоты горы από την κορυφή του βουνού•
говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.
|| επίσης με ουσ. τοπικά•вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•
иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•
вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
вход со двора είσοδος από την αυλή•
окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).
|| με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.3. σημαίνει τόπο, προέλευση•цветы с юга λουλούδια από το νότο•
хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•
копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).
4. με σημ. λήψης• από εκ•собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•
взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.
5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•
с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.
|| σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•
со дня на день από μέρα σε μέρα.
6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•
устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•
умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•
покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.
7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•
с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.
8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.
|| με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•
убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•
узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.
|| σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•взять с бою παίρνω στη μάχη•
торговать с рук πουλώ στα χέρια.
|| σημαίνει τρόπο• με•прыгать с разбега πηδώ με φόρα.
II.με αιτ.1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•
с месяца ένα περίπου μήνα•
отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.
2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•
мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).
|| με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.
III.με οργν.1. μαζί, ομού, με• και•хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•
нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•
дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•
мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•
вы с братом εσύ και ο αδερφός•
наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•
наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).
2. με (έχοντας)•стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•
остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•
дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•
мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•
задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•
проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•
обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•
сделать с намерением κάνω σκόπιμα•
читать с выражением διαβάζω με έκφραση.
|| (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•
встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.
3. με ή του•авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•
у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•
с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.
4. με, κατά, εναντίον•бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•
справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.
εκφρ.что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•с целью – με σκοπό, σκόπιμα. -
18 сорока
сорока 1-и θ.1. κίσσα η μακρόουρη, καρακάξα.2. φλύαρος, -η• κουτσομπόλης, -α.εκφρ.сорока на хвосте принесла – (για ειδήσεις ή πληροφορίες) άγνωστο από που προήρθε, τρέ-χα-γύρευε ποιος την έφερε;•заладила -якова (одно про всяково) – κοπανώ τα ίδια και τα ίδια•как (точно) сорока на колу вертеться (крутить(ся) – στριφογυρίζω σαν την κωλοσούσα (είμαι ανησύχαστος, αεικίνητος, ασταμάτητος).сорока 2-и θ.είδος παλαιού γυναικείου καπέλου.
См. также в других словарях:
вертеться — Вращаться, кружиться, крутиться, обращаться, егозить, суетиться, возиться. Земля обращается вокруг своей оси. Дети, перестаньте возиться! .. Ср … Словарь синонимов
ВЕРТЕТЬСЯ — ВЕРТЕТЬСЯ, верчусь, вертишься, несовер. 1. Вращаться, кружиться. Вертится колесо. Волчок вертелся. 2. Вращаться, проводить свое время в какой нибудь среде (разг., с оттенком осуждения). Юноша с утра до ночи вертится среди бездельников. 3.… … Толковый словарь Ушакова
ВЕРТЕТЬСЯ — ВЕРТЕТЬСЯ, верчусь, вертишься; несовер. 1. Находиться в состоянии кругового движения. Колесо вертится. 2. Поворачиваться из стороны в сторону, меняя положение. В. перед зеркалом. В. на стуле. 3. Постоянно находиться на виду, мешая, раздражая… … Толковый словарь Ожегова
вертеться — вертеться, верчусь, вертится и устарелое вертится … Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке
вертеться — вращаться — [http://slovarionline.ru/anglo russkiy slovar neftegazovoy promyishlennosti/] Тематики нефтегазовая промышленность Синонимы вращаться EN pivot … Справочник технического переводчика
вертеться — глаг., нсв., употр. сравн. часто Морфология: я верчусь, ты вертишься, он/она/оно вертится, мы вертимся, вы вертитесь, они вертятся, вертись, вертитесь, вертелся, вертелась, вертелось, вертелись, вертящийся, вертевшийся, вертясь; сущ., с. верче … Толковый словарь Дмитриева
вертеться — I см. вертеть (кроме 3 зн.); ится; страд. II верчу/сь, ве/ртишься; нсв. см. тж. как ни вертись, верчение 1) Совершать круговые движения; вращаться, крутиться. Колёса вертятся … Словарь многих выражений
вертеться — I. ВЕРТЕТЬСЯ ВЕРТЕТЬСЯ, крутиться, разг. ворочаться II. верчение … Словарь-тезаурус синонимов русской речи
вертеться — верчусь, вертишься; нсв. 1. Совершать круговые движения; вращаться, крутиться. Колёса вертятся. На полу вертится волчок. 2. Поворачиваться в разные стороны, из стороны в сторону (меняя положение). В. на стуле. В. перед зеркалом. В. от нетерпения … Энциклопедический словарь
вертеться — • вращаться, крутиться, вертеться, кружиться, кружить Стр. 0153 Стр. 0154 Стр. 0155 Стр. 0156 Стр. 0157 … Новый объяснительный словарь синонимов русского языка
вертеться на глазах — набивать оскомину, вертеться перед глазами, мозолить глаза, приедаться, надоедать Словарь русских синонимов … Словарь синонимов