Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

вертеться -ом

  • 1 вертеться

    Русско-греческий словарь > вертеться

  • 2 вертеться

    вертеть||ся
    1. στρέφομαι, περιστρέφομαι·
    2. (постоянно находиться, мешать) разг στριφογυρίζω, περιφέρομαι, κλωθογυρίζω:
    \вертетьсяся под ногами μπλέκομαι στά πόδια κάποιου, τριγυρίζω (или στριφογυρίζω) κοντά σέ κάποιον
    3. (изворачиваться) разг ξεφεύγω, ξεγλυστράω, ὑπεκφεύγω:
    не вертись, говори́ правду! μήν τά κλώθεις (или μήν τά μασᾶς), πές τήν ἀλήθεια!-как ни вертись, а придется тебе это сделать δσο κι ἀν ἀποφεύγεις στό τέλος θ'ἀναγκαστεΐς νά τό κάνεις· ◊ это слово вертится у меня на языке (или в голове) αὐτή ἡ λέξη στριφογυρίζει στό μυαλό μου, δέν ξεκολλάει ἀπ' τό μυαλό μου.

    Русско-новогреческий словарь > вертеться

  • 3 вертеть

    вертеть γυρίζω, στρέφω \вертеться στρέφω
    * * *
    = вертеться
    γυρίζω, στρέφω

    Русско-греческий словарь > вертеть

  • 4 белка

    бел||ка
    ж
    1. (животное) ὁ σκίουρος, ἡ βερβερίτσα;
    2. (мех) τό γουναρικό πετί-γκρί; ◊ вертеться как \белкака в колесе́ εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > белка

  • 5 волчок

    волч||ок
    м (игрушка) ἡ σβούρά ◊ вертеться \волчокко́м γυρίζω σαν σβούρα.

    Русско-новогреческий словарь > волчок

  • 6 завертеться

    завертеть||ся
    1, (начать вертеться) ἀρχίζω νά περιστρέφομαι·
    2. перен (захлопотаться) разг μπλέκω μέ τίς δουλειές (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > завертеться

  • 7 кончик

    ко́нчик
    м ἡ ἄκρα / ἡ μύτη, ἡ αἰχμή (острие)! ἡ ἀκί? (иглы, булавки и т. п.)· ◊ вертеться на \кончике языка э£ στριφογυρίζει στό μυαλό μου.

    Русско-новогреческий словарь > кончик

  • 8 белка

    θ.
    βερβερίτσα, σκίουρος.
    εκφρ.
    как белка в колесе вертеться ή кружиться – φέρνω γύρα σαν τη σβούρα (έχω τρεχάματα, σκοτούρες πολλέι:).

    Большой русско-греческий словарь > белка

  • 9 бес

    α.
    δαίμονας, πνεύμα ακάθαρτο, του κακού, ο τρισκατάρατος.
    εκφρ.
    мелким -ом рассыпаться ή вертетьсяκ.τ.τ. κολακεύω ταπεινά, γαλιφίζω, καλοπιάνω•
    седина в бороду, а бес в ребро – γέρος, όμως του το λέει ή έχει το διάβολο μέσα του.

    Большой русско-греческий словарь > бес

  • 10 вертеть

    верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.
    1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•

    вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.

    || στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.
    τρυπανίζω.
    2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•

    она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.

    εκφρ.
    вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•
    как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω.
    2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•

    он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.

    || μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•

    разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...

    3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•

    не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.

    εκφρ.
    -ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•
    вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•
    как ни -ись – ό,τι και να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > вертеть

  • 11 волчком

    επίρ.: вертеться волчком α) στριφογυρίζω σαν το λύκο. β) δουλεύω σκυλίσια.

    Большой русско-греческий словарь > волчком

  • 12 вьюн

    α.
    1. νημάχειλος, μπριάνα, στροσίδι (ψάρι).
    2. μτφ. ευκίνητος, σβέλτος άνθρωπος.
    3. (απλ.) στρόβιλος• δίνη.
    4. βλ. вьюнок.
    εκφρ.
    виться ή вертеться -ом – α) είμαι αεικίνητος, β) στριφογυρίζω γύρω από..., κολακεύω, περιποιούμαι δουλοπρεπώς.

    Большой русско-греческий словарь > вьюн

  • 13 завертеть

    -верчу, -вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заверченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξελογιάζω, ξεμυαλίζω, γυρίζω τα μυαλά.
    2. αρχίζω να περιστρέφω κλπ, ρ.μ. βλ. вертеть.
    1. πολυπραγμονώ, παραφροντίζω, καταπιάνομαι με πολλές δουλειές.
    2. αρχίζω να (περί)στρέφομαι κλπ. ρ. βλ. вертеться.

    Большой русско-греческий словарь > завертеть

  • 14 колесо

    ουδ.
    1. τροχός, ρόδα•

    колесо телеги ο τροχός του αμαξιού•

    колесо велосипеда ο τροχός του ποδηλάτου•

    ведущее колесо κινητήριος τροχός•

    зубчатое колесо οδοντωτός τροχός•

    рулевое колесо τιμόνι, πηδάλιο•

    гребное колесо τροχός πτερυγοφόρος•

    гидравлическое колесо υδραυλικός τροχός•

    колесо маховое колесо ο σφόνδυλος, το βολάν.

    2. επίρ. -ом σαν τροχός•

    кот согнул спину -ом ο γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό.

    εκφρ.
    колесо фортуны ή счастья – ο τροχός της τύχης•
    грудь -ом – ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος•
    ноги -ом – στραβά (βλαισά) πόδια•
    пятое колесо в телеге – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρηστος)•
    на -ах – σε διαρκές ταξίδι•
    пытаться повернуть колесо истории назад ή вспять – προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας•
    вертеться -ом – γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)•
    ходить -ом – κάνω τούμπες, τουμπάρω•
    ездить на -их – ταξιδεύω με τροχόφόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο).

    Большой русско-греческий словарь > колесо

  • 15 лиса

    -ы, πλθ. лисы θ.
    1. η αλεπού. || γούνα αλεπουδένια.
    2. μτφ. άνθρωπος πονηρός, πανούργος• κόλακας.
    εκφρ.
    лиса патрикеевна – α) (στα λαϊκά παραμύθια) κυρία αλεπού, β) βλ. лиса (2 σημ.)
    чернобурая лиса – ρενάρ αρζαντέ•
    -ой прикидываться ή вертеться – προσποιούμαι, υποκρίνομαι, κολακεύω.

    Большой русско-греческий словарь > лиса

  • 16 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 17 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 18 сорока

    θ.
    1. κίσσα η μακρόουρη, καρακάξα.
    2. φλύαρος, -η• κουτσομπόλης, -α.
    εκφρ.
    сорока на хвосте принесла – (για ειδήσεις ή πληροφορίες) άγνωστο από που προήρθε, τρέ-χα-γύρευε ποιος την έφερε;•
    заладила -якова (одно про всяково) – κοπανώ τα ίδια και τα ίδια•
    как (точно) сорока на колу вертеться (крутить(ся) – στριφογυρίζω σαν την κωλοσούσα (είμαι ανησύχαστος, αεικίνητος, ασταμάτητος).
    θ.
    είδος παλαιού γυναικείου καπέλου.

    Большой русско-греческий словарь > сорока

См. также в других словарях:

  • вертеться — Вращаться, кружиться, крутиться, обращаться, егозить, суетиться, возиться. Земля обращается вокруг своей оси. Дети, перестаньте возиться! .. Ср …   Словарь синонимов

  • ВЕРТЕТЬСЯ — ВЕРТЕТЬСЯ, верчусь, вертишься, несовер. 1. Вращаться, кружиться. Вертится колесо. Волчок вертелся. 2. Вращаться, проводить свое время в какой нибудь среде (разг., с оттенком осуждения). Юноша с утра до ночи вертится среди бездельников. 3.… …   Толковый словарь Ушакова

  • ВЕРТЕТЬСЯ — ВЕРТЕТЬСЯ, верчусь, вертишься; несовер. 1. Находиться в состоянии кругового движения. Колесо вертится. 2. Поворачиваться из стороны в сторону, меняя положение. В. перед зеркалом. В. на стуле. 3. Постоянно находиться на виду, мешая, раздражая… …   Толковый словарь Ожегова

  • вертеться — вертеться, верчусь, вертится и устарелое вертится …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • вертеться — вращаться — [http://slovarionline.ru/anglo russkiy slovar neftegazovoy promyishlennosti/] Тематики нефтегазовая промышленность Синонимы вращаться EN pivot …   Справочник технического переводчика

  • вертеться — глаг., нсв., употр. сравн. часто Морфология: я верчусь, ты вертишься, он/она/оно вертится, мы вертимся, вы вертитесь, они вертятся, вертись, вертитесь, вертелся, вертелась, вертелось, вертелись, вертящийся, вертевшийся, вертясь; сущ., с. верче …   Толковый словарь Дмитриева

  • вертеться — I см. вертеть (кроме 3 зн.); ится; страд. II верчу/сь, ве/ртишься; нсв. см. тж. как ни вертись, верчение 1) Совершать круговые движения; вращаться, крутиться. Колёса вертятся …   Словарь многих выражений

  • вертеться — I. ВЕРТЕТЬСЯ     ВЕРТЕТЬСЯ, крутиться, разг. ворочаться II. верчение …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • вертеться — верчусь, вертишься; нсв. 1. Совершать круговые движения; вращаться, крутиться. Колёса вертятся. На полу вертится волчок. 2. Поворачиваться в разные стороны, из стороны в сторону (меняя положение). В. на стуле. В. перед зеркалом. В. от нетерпения …   Энциклопедический словарь

  • вертеться — • вращаться, крутиться, вертеться, кружиться, кружить Стр. 0153 Стр. 0154 Стр. 0155 Стр. 0156 Стр. 0157 …   Новый объяснительный словарь синонимов русского языка

  • вертеться на глазах — набивать оскомину, вертеться перед глазами, мозолить глаза, приедаться, надоедать Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»